Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Θεοτόκη

γράφει η Ιωάννα Σπίγγου




Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης ήταν Έλληνας συγγραφέας και μεταφραστής με καταγωγή

από την Κέρκυρα. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 13 Μαρτίου του 1872 και

προερχόταν από οικογένεια αριστοκρατική, με μητέρα την Αγγελική Πολυλά και

πατέρα τον Μάρκο Θεοτόκη. Στα 17 του έτη, αναχώρησε για το Παρίσι, όπου και

ξεκίνησε την φοίτηση των ανώτατων σπουδών του στη φυσικομαθηματική σχολή του

Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Δύο χρόνια αργότερα, για οικονομικούς λόγους,

μετακόμισε στη Βενετία, γνωρίζοντας τη σύζυγό του, βαρόνη, Ερνεστίνα Φον

Μάλοβιτς. Απέκτησε μια κόρη μαζί της, το 1895, ενώ είχε ήδη αφήσει τις σπουδές

του και κατέφυγε στους Καρουσάδες, επικεντρωμένος στη μελέτη του.

Οι ιδεολογικές επιρροές του με το πέρασμα του χρόνου, μεταβάλλονταν και

πλούτισαν, ξεκινώντας από τη γερμανική ιδεοκρατία με εκπρόσωπο τον Νίτσε, ενώ

κατόπιν τον απαρνήθηκε και συμμερίστηκε τη φιλοσοφία του Μαρξ, ύστερα από

ταξίδια του στην Ευρώπη και επιμόρφωση στα πανεπιστήμια του Γκρατς και του

Μονάχου. Ήταν επίσης πολύγλωσσος από νεαρή ηλικία, γνωρίζοντας την αγγλική,

γαλλική, γερμανική, ιταλική λατινική και σανσκριτική γλώσσα, ακόμη και εβραϊκά,

αρχαία ελληνικά και περσικά. Από την μόνιμη εγκατάστασή του στην Κέρκυρα και

ύστερα, ήρθε σε επαφή με τον ποιητή Μαβίλη και ασπάστηκε σοσιαλιστικές ιδέες,

κάτι το οποίο είναι φανερό και στα έργα του. Τον Ιούλιο του 1923, απεβίωσε στην

Κέρκυρα σε ηλικία 51 ετών, ενώ μερικούς μήνες πριν, είχε διαγνωστεί με καρκίνο.

Η προσφορά του Κωνσταντίνου Θεοτόκη στην ελληνική πεζογραφία, μέσω του έργου

του, ήταν αξιοσημείωτη, αφού τα διηγήματα και βιβλία του, διαβάζονται, διδάσκονται

και ασκούν σημαντική επιρροή ακόμη και σήμερα. Ορισμένα από τα σημαντικότερα

είναι τα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Ο κατάδικος, Οι σκλάβοι στα δεσμά

τους, Αγάπη παράνομη, Τα σονέτα κ.α.

Ο τρόπος γραφής του χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα ηθογραφικά στοιχεία,

που παρουσιάζουν τις συνθήκες της εποχής, τα ήθη και έθιμα και μεταδίδουν το

συναισθηματικό κλίμα και διάφορα κοινωνικά στοιχεία.

«Θα κάμει ζέστα σήμερα, εσυλλογίστηκε ανοίγοντας το μικρό παράθυρο του

μαγειριού. Και βλέποντας πως το φως δεν ήταν ακόμη αρκετό, άναψε μ' ένα

σπίρτο το κατάμαυρο λυχνάρι που κρεμότουν από ένα καρφί στον κοκκινωπό και

καπνισμένον τοίχο πάνωθε από την ογνήστρα, έπειτα εκοίταξε τριγύρου,

γυρεύοντας με το βλέμμα την κούκουμα του καφέ, έσκυψε κι επήρε κάρβουνα και

τ' άναιρε επιδέξια σε λίγες στιγμές στο σιδερένιο φουρνέλο, φυσώντας τα με το

στόμα πρώτα και στερνά με το βέντουλο.

Απόσπασμα από το διήγημα “Η τιμή και το χρήμα”

Διέθετε, σε πολλά σημεία των αφηγήσεών του, έναν ρεαλισμό ιδιαίτερο, μια

εκπληκτική περιγραφή, με εξονυχίστικη λεπτομέρεια, που δεν δίσταζε να ενταχθεί και

στο πλαίσιο ενός σοκαριστικού νατουραλισμού.

Η ψυχή του αναστατώθηκε. Ο νους του δεν μπορούσε πλια να την κυβερνήσει· κι

εδιάβηκε με μιας εμπρός του όλο το έγκλημα: ο σφαγμένος Αράθυμος, η νύχτα

του φονικού, το καρτέρι στο σκοτάδι, το μαρτύριο του ανθρώπου που 'χε

καταδικαστεί με τη δολερή μαρτυρία του, ο γάμος του· κι αυτήν την ώρα άκουσε

πάλε μέσα του την ανάγκη να μολογήσει τα πάντα και ν' αλαφραίσει την

αποσκληρημένη καρδιά του. Επάλεψε κάμποση ώρα με τον εαυτό του και ο

αγώνας εκείνος εζωγραφιζότουν στο πρόσωπό του, που πότε εκοκκίνιζε, πότε

εκιτρίνιζε, πότε ίδρωνε, στο φοβισμένο κι αλλόκοτο βλέμμα του, στες φλέβες του

λαιμού του που εφούσκωναν, στη δίπλα που 'καναν τα ωχρά του χείλη, στο

νευρικό ψηλάφισμα πόκαναν τα δάχτυλά του· το μυστικό τον έπνιγε. Η δύναμη

που ήθελε να τόνε κάμει να μιλήσει ήταν ακατανίκητη·

Απόσπασμα από το διήγημα “Κατάδικος”

Έγραφε με μία πλούσια και δυναμική δημοτική γλώσσα, εμπλουτισμένη με

κερκυραϊκούς ιδιωματισμούς ενώ ταυτόχρονα, αποτύπωνε το ψυχικό βάθος του

ανθρώπου, τις εσωτερικές συγκρούσεις, τις συναισθηματικές μεταβολές του και

διάφορες ηθικές στάσεις, μέσα σε κάθε διήγημά του.

«Στο χέρι σου κρέμεται,» ξανάπε ο γέρος, «εσέ Ευλαλία, όλο το σπίτι, αν θέλεις

εσύ γλιτώνει!... Ναι, γλιτώνει, αν θέλεις εσύ, Ευλαλία!...» «Εγώ;» είπε η κόρη

φοβισμένη… Ο γέρος δεν ήξερε πώς να αρχίσει. Εκατέβασε το βλέμμα, έσιαξε το

πανωφόρι του σα να κρύωνε, εκοκκίνισε, έβηξε, εκουνήθηκε και τέλος είπε

συλλογισμένος. «Ο Αριστείδης Στεριώτης, ο γιατρός… τόνε ξέρετε όλοι!» Κ’

εσώπασε πάλι για κάμποση ώρα. «Ναι», ξακολούθησε έπειτα περίτρομος, «αυτός

έχει τα περσότερα χαρτιά μου στο συρτάρι του… Δεν ξέρω πώς τ’ απόχτησε…

Αλλά δε θέλω να πω αυτό. Είναι πλούσιος… θα δώσει καιρό για να πλερώσω…

φτάνει μόνο… Α, Ευλαλία, μου μήνυσε σήμερα… Ήρθε εδώ ο Χαντρινός… με

κουβέντιασε πολλές ώρες… Άκουσέ με, Ευλαλία!… Σε θέλει γυναίκα του!...

Μπαίνει εδώ μέσα γαμπρός και μας φτιάνει τες δουλειές μας, όπως εκείνος

ξέρει!... Φυσικά δεν έδωκα λόγον κανένα… Α, Ευλαλία!…»

Απόσπασμα από το διήγημα “Οι σκλάβοι στα δεσμά τους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου